- φωτοθεραπεία
- η, Νιατρ. η εφαρμογή φωτεινών ακτίνων, φυσικής ή τεχνητής προελεύσεως, για θεραπευτικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phototherapy < φωτ(ο)-* + θεραπεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.